κεντροτύπος

κεντροτύπος
κεντροτύπος
striking with a goad
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κεντροτύπος — κεντροτύπος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπάει με κεντρί 2. (κατά τον Ησύχ.) «κεντροτύπος μοχθηρός, φαῡλος ἤ κεντροποιός, πανοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. φαβο τύπος, χαλκο τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ …   Dictionary of Greek

  • κεντρότυπος — κεντρότυπος, ὁ (Α) αυτός που αξίζει να μαστιγωθεί, ο μαστιγίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τυπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. θυρό τυπος, σταυρό τυπος] …   Dictionary of Greek

  • κεντροτύπους — κεντροτύπος striking with a goad masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”